πολυηλεκτρολύτης

πολυηλεκτρολύτης
ο, Ν
χημ. πολυμερής ουσία φυσικής ή συνθετικής προέλευσης που διαλύεται ή διασπείρεται κολλοειδώς στο νερό ή σε άλλους διαλύτες και τα μόρια τής οποίας περιλαμβάνουν μεγάλο αριθμό θέσεων, όπου είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί ιοντισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ,, πρβλ. αγγλ. polyelectrolyte < πολυ-* + ηλεκτρο- (< ἤλεκτρον) + λυτός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”